-
1 αυγαταίνω
αυγαταω, αυγατίζω (αόρ. αυγάτυνα, αυγάτησα и αυγάτισα) 1. μετ.1) прибавлять, увеличивать, приумножить; 2) удлинять, надставлять;τό σκοινί — надставлять верёвку;2. αμετ.1) увеличиваться, приумножаться, возрастить;όσο κι' ων τα μετράς δεν αυγαταίνουν — сколько ни считай, (всё равно) не прибавится
См. также в других словарях:
Καμόενς, Λουίς Βαζ ντε- — (Luis Vaz de Camoês Camoëns, Λισαβόνα 1524; – 1580). Πορτογάλος ποιητής. Θεωρείται ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος των λουζιτανικών γραμμάτων και, υπό αυτή την έννοια, ο εθνικός ποιητής της Πορτογαλίας. Οι βιογραφικές πληροφορίες για τον Κ. δεν είναι… … Dictionary of Greek